-
1 образование
I образование Ι с (просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωση· начальное (среднее. высшее) \образование η στοιχειώδης ( μέση, ανώτατη) εκπαίδευση· техническое \образование η τεχνική μόρφωση* получить \образование αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου II образование II с (создание) ο σχηματισμός* * *I с( просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηнача́льное (сре́днее, вы́сшее) образова́ние — η στοιχειώδης (μέση, ανώτατη) εκπαίδευση
техни́ческое образова́ние — η τεχνική μόρφωση
II сполучи́ть образова́ние — αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου
( создание) ο σχηματισμός -
2 обучение
обучение с η εκπαίδευση, η φοίτηση· бесплатное \обучение η δωρεάν εκπαίδευση* * *сη εκπαίδευση, η φοίτησηбеспла́тное обуче́ние — η δωρεάν εκπαίδευση
-
3 обучение
обуч||ениес ἡ ἐκπαίδευση [-ις], ἡ ἐκμάθηση [-ις]:\обучениеение языкам ἡ ἐκμάθηση γλωσσών совместное \обучениеение ἡ μικτή ἐκπαίδευση· заочное \обучениеение ἡ ἐκπαίδευση μέ ἀλλη-λογραφία, ἡ ἐξωσχολική ἐκπαίδευση· \обучениеение войск ἡ ἐκγύμναση τοῦ στρατοῦ. -
4 образование
-я ουδ.σχηματισμός• διαμόρφωση• δημιουργία, συγκρότηση•образование горных пород σχηματισμός των πετρωμάτων•
образование государства δημιουργία του κράτους.
-я ουδ.μόρφωση• εκπαίδευση, παιδεία•начальное образование στοιχειώδης εκπαίδευση•
среднее образование μέση εκπαίδευση•
высшее !образованиеανώτερη εκπαίδευση•
право на образование δικαίωμα μόρφωσης•
дать (давать) образование δίνω μόρφωση, μορφώνω•
специальное образование ειδική μόρφωση.
-
5 образование
образовани||е Iс1. (действие) ἡ δια-μόρφωση [-ις], ὁ σχηματισμός / ἡ ἱδρυση [-ις] (государства и т. п.):\образование слов ὁ σχηματισμός λεξεων2. (результат) ἡ διαμόρφωση [-ις], ὁ σχηματισμός:вулканические \образованиея τά ἡφαιστειογενή στρώματα.образование IIс в разн. знач. ἡ ἐκ-παίδευση [-ις], ἡ μόρφωση [-ις]:начальное \образование ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευση· среднее \образование ἡ μέση ἐκπαίδευση· высшее \образование ἡ ἀνωτάτη ἐκπαίδευση· давать \образование ἐκπαιδεύω, διδάσκω, δίνω μόρφωση· получить \образование σπουδάζω, μορφώνομαι. -
6 обучение
-я ουδ.εκμάθηση•обучение языкам εκμάθηση γλωσσών.
|| εκπαίδευση•начальное δημοτική εκπαίδευση•
обучение войск εκπαίδευση του στρατού.
-
7 воспитание
воспитание с η ανατροφή, η εκπαίδευση хорошее \воспитание η καλή ανατροφή* * *сη ανατροφή, η εκπαίδευσηхоро́шее воспита́ние — η καλή ανατροφή
-
8 заочный
заочный: \заочныйое обучение η διδασκαλία (или εκπαίδευση) με αλληλογραφία* * *зао́чное обуче́ние — η διδασκαλία ( или εκπαίδευση) με αλληλογραφία
-
9 начальный
начальный 1) (о периоде) αρχικός 2) (об образовании и т. п.) στοιχειώδης· \начальныйое обучение η στοιχειώδης εκπαίδευση* * *1) ( о периоде) αρχικός2) (об образовании и т. п.) στοιχειώδηςнача́льное обуче́ние — η στοιχειώδης εκπαίδευση
-
10 подготовка
подгото́вк||аж1. ἡ προετοιμασία, ἡ προπαρασκευή:артиллерийская \подготовка ἡ προπαρασκευή πυροβολικοῦ· без \подготовкаи ἀπροετοίμαστα·2. (обучение) ἡ ἐκπαίδευση [-ις], ἡ ἐκγύμναση [-ις]:\подготовка кадров ἡ ἐκπαίδευση [-ις] τῶν στελεχών военная \подготовка ἡ στρατιωτική ἐκγύμναση [-ις]. -
11 образование
1. (действие) η ίδρυση, η θεμελίωση, η εγκαθίδρυση, η δημιουργία 2. (результат) о σχηματισμός 3. (появление, создание) о σχηματισμός, η εμφάνιση, η διαμόρφωση 4. (обучение, просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηначальное - κατώτερη -, πρωτοβάθμια -среднее - μέση -, δευτεροβάθμια -5. (совокупность знаний, полученных в результатеобучения) η μόρφωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > образование
-
12 обучение
η εκπαίδευση, η εκμάθησηпрограммированное - η εκπόνηση προγραμμάτων Η/Υ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обучение
-
13 подготовка
1. (предварительная работа для выполнения, осуществления чего-л.) η προετοιμασία, η προπαρασκευή 2. (запас знаний, полученных в процессе обучения, занятий) η εκπαίδευση, η κατάρτισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подготовка
-
14 практика
1. (деятельность) η πρακτική, η εξάσκησηприменение на - е научно-технических достижений εφαρμογή στην - των επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνολογίαςторговая -, εμπορική -2. (обучение) η εκπαίδευση, η εξάσκηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > практика
-
15 средний
1. (о значении, положении, качестве) μέσος, μεσαίος 2. (промежуточный по своим признакам, свойствам и т.п. между двумя крайними величинами) μέσ/ος 3. (ο качестве) μέτριος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > средний
-
16 тренировка
1. тех. η αύξηση αντοχής (της κόπωσης) 2. (занятие, упражнение в каком-л. навыке, умении) η εκπαίδευση, η εκγύμναση, η εξάσκηση 3. (спортивная) η προπόνηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тренировка
-
17 учение
1. (обучение) η εκπαίδευση 2. (теория) η θεωρία, η διδασκαλία 3. -я (военные) οι ασκήσεις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учение
-
18 бесплатный
бесплатный δωρεάν \бесплатныйое обучение η δωρεάν εκπαίδευ ση \бесплатный билет το δωρεάν ει σιτήριο* * *беспла́тное обуче́ние — η δωρεάν εκπαίδευση
беспла́тный биле́т — το δωρεάν εισιτήριο
-
19 высший
высший ανώτατος \высший сорт η ανώτατη ποιότητα \высшийее учеб ное заведение το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα \высшийее об разование η ανώτατη εκπαί δευση* * *вы́сший сорт — η ανώτατη ποιότητα
вы́ее уче́бное заведе́ние — το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα
вы́ее образова́ние — η ανώτατη εκπαίδευση
-
20 бесплатный
бесплатн||ыйприл δωρεάν, ἀνέξοδος:\бесплатныйое обучение ἡ δωρεάν ἐκπαίδευση; вход \бесплатныйый ἐλευθέρα είσοδος.
См. также в других словарях:
εκπαίδευση — η 1. η προσπάθεια της ενήλικης γενιάς να επιδράσει στην ανήλικη με την πνευματική, ηθική και σωματική αγωγή σύμφωνα με ορισμένο σχέδιο και για ορισμένο σκοπό, διαπαιδαγώγηση. 2. η ανάπτυξη των πνευματικών, ηθικών και σωματικών δυνάμεων, που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκπαίδευση — Η ανάπτυξη των σωματικών, διανοητικών και ηθικών δυνάμεων του παιδιού· η ανατροφή· η μόρφωση που αποκτάται με τη διδασκαλία, η παιδεία· καθένα από τα στάδια της μόρφωσης που παρέχεται στο σχολείο· η εκγύμναση στα όπλα. Οι πρώτοι που… … Dictionary of Greek
ἐκπαιδεύσῃ — ἐκπαιδεύω bring up from childhood aor subj mid 2nd sg ἐκπαιδεύω bring up from childhood aor subj act 3rd sg ἐκπαιδεύω bring up from childhood fut ind mid 2nd sg ἐκπαιδεύω bring up from childhood aor subj mid 2nd sg ἐκπαιδεύω bring up from… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
οπτικοακουστική εκπαίδευση — Συνοπτικός όρος που χαρακτηρίζει σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας, που οι αρχές τους βρίσκουν εφαρμογή στην βιομηχανία, στην οργάνωση των επιχειρήσεων, στις στρατιωτικές υπηρεσίες και στον τομέα των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Υλικά που θεωρούνται… … Dictionary of Greek
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek